- μάξις
- (-εως) η вытирание тряпкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάξη — η (AM μάξις) [μάσσω] 1. η ενέργεια τού μάσσω, το σκούπισμα, το καθάρισμα 2. στρατ. ο καθαρισμός τού κοίλου τού σωλήνα ενός πυροβόλου με μάκτρο και η επάλειψή του με λίπος … Dictionary of Greek
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek